- πνευστιώ
- (α) αμετ.1) задыхаться, страдать одышкой; 2) запыхаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευστιώ — πνευστιῶ, άω, ΝΜΑ αναπνέω με δυσκολία, κοντανασαίνω, λαχανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευστός + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. εμετιώ)] … Dictionary of Greek
πνευστιῶ — πνευστιάω breathe hard pres imperat mp 2nd sg πνευστιάω breathe hard pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πνευστιάω breathe hard pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πνευστιάω breathe hard imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επασθμαίνω — ἐπασθμαίνω (Α) ασθμαίνω, πνευστιώ, λαχανιάζω … Dictionary of Greek
πνευστίαση — η, Ν δυσκολία στην αναπνοή, λαχάνιασμα, αγκομαχητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευστιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πνευστίασις, μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ] … Dictionary of Greek